- καθαρτήριο(ν)
- το рел чистилище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… … Dictionary of Greek
πουργκατόριο — και πουργατόριο, το, Ν το καθαρτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. purgatorium «καθαρτήριο»] … Dictionary of Greek
καθαρτήριo — Ο υπεργήινος τόπος όπου παραμένουν οι ψυχές για να καθαρθούν πριν εισέλθουν στον παράδεισο,σύμφωνα μετην Καθολική Εκκλησία. Η διδασκαλία για το κ., καθορισμένη και επιβεβλημένη ως αλήθεια πίστης από τις συνόδους Φλωρεντίας και Τριδέντου,… … Dictionary of Greek
αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… … Dictionary of Greek
δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
κάθαρτρον — κάθαρτρον, τὸ (Μ) [καθαίρω] εξαγνιστικό, καθαρτήριο μέσο, τρόπος εξιλασμού … Dictionary of Greek
καθαριστήριο — το (AM καθαριστήριον) [καθαρίζω] νεοελλ. τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο») μσν. κούπα αρχ. τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο … Dictionary of Greek
λοιμοκαθαρτήριο — το εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται η απομόνωση ατόμων που είναι ύποπτα ότι ήλθαν σε επαφή με πάσχοντες από μεταδοτικά νοσήματα και όπου υφίστανται ενδεχομένως τη λεγόμενη καραντίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + καθαρτήριο (< καθαιρώ). Η λ.… … Dictionary of Greek
περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek